καταπονητικός

καταπονητικός
-ή, -ό [καταπονώ]
αυτός που προκαλεί καταπόνηση, κουραστικός, εξαντλητικός, κοπιώδης, επίπονος.
επίρρ...
καταπονητικώς
με κουραστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαντλητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που προξενεί εξάντληση δυνάμεων, καταπονητικός: Εξαντλητικά εργάζεται. 2. μτφ., που εξετάζει πολύ καλά τα σημεία μιας υπόθεσης: Γίνεται εξαντλητική δικαστική έρευνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”